κλοτσάω

κλοτσάω
κλοτσάω (σπάν. κλοτσώ), κλότσησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιπηδώ — (Μ ἀντιπηδῶ, άω) νεοελλ. (για όπλο) τινάζομαι προς τα πίσω, κλοτσάω μσν. 1. εκτινάσσομαι με δύναμη, κάνω άλμα 2. (για πέτρες) εκσφενδονίζομαι …   Dictionary of Greek

  • κλοτσώ — και κλοτσάω κλότσησα, κλοτσήθηκα, κλοτσημένος 1. χτυπώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια. 2. έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα πόδια: Το άλογο δεν κλοτσάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”